- δασύφυλλος
- -η, -ο (Μ δασύφυλλος, -ον)ο πυκνόφυλλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασύφυλλος — η, ο με πυκνό φύλλωμα, πυκνόφυλλος: Είναι ένα δάσος γεμάτο από δασύφυλλες καστανιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
επηετανός — ἐπηετανός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο 2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.) 3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα 4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί) … Dictionary of Greek
κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek